- άπικρος
- η , ο [ος , ον ]1) негорький; 2) не причиняющий огорчения; приятный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άπικρος — η, ο (Α ἄπικρος, ον) αυτός που δεν είναι πικρός νεοελλ. αυτός που δεν έχει πίκρες ή βάσανα … Dictionary of Greek
ἄπικρον — ἄπικρος not bitter masc/fem acc sg ἄπικρος not bitter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek